Άγιος Σάββας ο Βατοπαιδινός (μέρος β´)


13.06.2015

[Συνέχεια προηγούμενου άρθρου: vatopedi.gr]

δ) Το περιεχόμενο του Βίου.

Στον Πρόλογο αναφέρονται οι λόγοι που κίνησαν τον Φιλόθεο να συγγράψει τον Βίο του Σάββα (1).

Εξυμνείται η Θεσσαλονίκη, πατρίδα του αγίου, και αναφέρονται οι πρόσφατες περιπέτειές της (2). Εγκωμιάζονται οι γονείς του αγίου, ο οποίος διδάχτηκε τα εγκύκλια μαθήματα στη Θεσσαλονίκη και από την παιδική του ηλικία διακρίθηκε για την αρετή του (4-5).

Μόλις έγινε έφηβος έφυγε κρυφά από τους δικούς του και πήγε στο Άγιο Όρος. Εκεί υποτάχθηκε σε αυστηρό Γέροντα, εκάρη μοναχός και από Στέφανος μετονομάστηκε Σάββας (6-7). Ο Γέροντάς του ήταν ιδιαίτερα τραχύς και σκληρός.. Ο Σάββας διακρίθηκε για την ασκητικότητα, τις πολλές αρετές, την αντοχή στη σκληραγωγία και την αγάπη για τον πνευματικό του πατέρα (8-9). Η αναγνώριση των αρετών του ήταν γενική. Ο άγιος θεώρησε τον εαυτό του ανάξιο να χειροτονηθεί ιερέας και επειδή τον πίεζε ο Γέροντάς του εξαφανίστηκε. Αργότερα επέστρεψε και συγχωρήθηκε (10-11). Περιγράφεται η σωματική αντοχή του Σάββα και η αγάπη του για τους ανθρώπους (12). Λόγω των επιδρομών των Καταλανών ο Γέροντας του Σάββα κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη. Ο Σάββας αντιμετώπισε τον πόθο για τους γονείς του, που δεν είχαν παύσει να τον αναζητούν. Για να μην υποκύψει και επειδή αποκόπηκε από τη συνοδία του Γέροντά του ύστερα από τις επιδρομές, αποδεσμεύτηκε (13-14) και αποφάσισε να επισκεφθεί τους αγίους Τόπους. Καθ’ οδόν επισκέφθηκε τη Λήμνο, Λέσβο, Χίο, Έφεσο, Πάτμο, Κύπρο. Προσευχή του αγίου, ο οποίος από αγάπη προσφέρει στον Θεό σιωπή και νέκρωση σώματος και γίνεται κάτοχος της «μακαρίας μανίας». Γυμνός γύριζε στην Κύπρο, ξένος, άστεγος, αμίλητος και υποκρινόταν τον «μωρό» (15-18) με περίσκεψη. Αντιδιαστέλλονται οι μή γνήσιοι «διά Χριστόν μωροί», που καταλήγουν να γίνονται εμπαιγμός των δαιμόνων, από τους λίγους γνήσιους, όπως ήταν ο Σάββας (19). Ο άγιος με τη «μωρία» του σωφρόνισε στην Κύπρο μια γυναίκα που είχε εντυπωσιαστεί από την ωραία του σωματική διάπλαση (20). Στη συνέχεια γελειοποίησε έναν πλούσιο και αγέρωχο Ιταλό και γι’ αυτό κακοποιήθηκε με πρωτοφανή αγριότητα. Με παρέμβαση των ορθοδόξων σώθηκε από βέβαιο θάνατο (21). Περιόδεψε το νησί ασκώντας τη συνετή μωρία και υπέφερε πολλές ταλαιπωρίες, αλλά με την προσευχή αντιμετώπισε τους διάφορους πειρασμούς, ιδίως τη νοσταλγία του για την πατρίδα, τους γονείς και τους φίλους (22-23). Όταν επισκέφθηκε ένα λατινικό μοναστήρι την ώρα του φαγητού, οι μοναχοί αντί να τον ελεήσουν τον κακοποίησαν απάνθρωπα. Ο Σάββας επιθυμούσε ανέκαθεν να έχει μαρτυρικό θάνατο και με την αδιάλειπτη προσευχή, τη νήψη και τη σιωπή ήταν προετοιμασμένος για το ενδεχόμενο αυτό (24-25). Ο Θεός θεράπευσε τον Σάββα από τις πληγές και ο λαός τον περιέβαλε με ευλάβεια και αγάπη. Ο άγιος δέχθηκε, να τον φιλοξενήσει ένας ευσεβής (26) και σαν ιδιαίτερη χάρη διέκοψε τη σιωπή και του εμπιστεύθηκε το όνομά του, ικανοποιώντας έτσι σφοδρή επιθυμία του οικοδεσπότη του. Από τη φήμη του Σάββα, που έφθασε μέχρι την Ελλάδα, συνέρρεαν τα πλήθη για να πάρουν την ευλογία του. Θαύματα του αγίου (27-28). Ο Σάββας για να αποφύγει τις ισόθεες αυτές τιμές υποκρίθηκε πάλι τον «μωρό» και μπήκε σε λάκκο με ακαθαρσίες και δυσωδία. Οι περισσότεροι όμως κατάλαβαν το νόημα αυτής της πράξης του και γι’ αυτό ο Σάββας αναχώρησε κρυφά για τους αγίους Τόπους (29).

Στα Ιεροσόλυμα προσκύνησε τον Άγιο Τάφο και όλα τα σεπτά σκηνώματα, επισκέφθηκε τις μονές του Ιορδάνη και υστέρα από εικοσαήμερη πορεία έφθασε στο Σινά (30-31), όπου σαν αρχάριος υποτάχθηκε για δύο χρόνια και κατέπληξε όλους με την αρετή του. Μετά επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα, ασκήτευσε σε σπηλιά κοντά στον Ιορδάνη και επιδόθηκε στην αδιάλειπτη προσευχή (32). Έτσι έλαμψε πάνω του το φως της φυσικής δόξας της θεότητας και έγινε μέτοχος της ορατής θεοφάνειας, όπως οι μαθητές του Χριστού (33-34). Τις εμπειρίες του αυτές τις εμπιστεύθηκε αργότερα στον Φιλόθεο. Η φήμη της αγιότητάς του απλώθηκε σ’ όλη την περιοχή (35-36), πράγμα που διατάραζε την ήσυχία του. Γι’ αυτό υστέρα από τριετή παραμονή στη σπηλιά κατέφυγε στην άβατη έρημο, όπου ο θείος έρωτας τον οδήγησε σε υψηλότερα στάδια τελειώσεως και έγινε κοινωνός αρρήτων ηδονών (37-38). Στη συνέχεια προχώρησε στην «εξωτέραν έρημον την προς Ιορδάνην», όπου δύο άραβες υποκινούμενοι από τον διάβολο τον κακοποίησαν και τον άφησαν μισοπεθαμένο. Όταν ένας απ’ αυτούς επιχείρησε να τον αποκεφαλίσει, παρέλυσε το χέρι του και τον θεράπευσε ο άγιος με προσευχή (39-40). Ύστερα από ένα χρόνο πήγε στη μονή του Αγίου Σάββα, όπου μοναχοί από την Παλαιστίνη και Ισμαηλίτες συνέρρεαν για να τον δούν (41). Οι δυνάμεις του κακού κατακρήμνισαν τον άγιο σε ένα βαθύ κρημνό, όπου δέχθηκε αποκαλύψεις μυστηρίων και θεοφάνειες. Ο Σάββας γύρισε στη σπηλιά του και ευχαρίστησε τον Θεό για τις εμπειρίες αυτές (42-46). Ασκητικά κατορθώματα του οσίου (47). Μετά από τρία χρόνια παραμονής στη σπηλιά, πήγε στη μονή του Προδρόμου ως αρχάριος και υπηρέτης όλων (48). Ο άγιος επιβλήθηκε στην άλογη φύση των λεονταριών, που απέθεσαν ενώπιον του τη φυσική τους θηριωδία και δεν κατασπάραξαν ζώα της μονής (49).

Με θεία επιταγή αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρίδα του. Πεζοπορώντας επισκέφθηκε τα Ιεροσόλυμα, τη Δαμασκό και την Αντιόχεια. Στο δρόμο ανέστησε τον γιό μιας Χριστιανής (50-51). Από την Αντιόχεια προσπάθησε να πάει με πλοίο στην Κωνσταντινούπολη, αλλά οι καιρικές συνθήκες τους οδήγησαν στην Κρήτη, όπου ασκήτευσε για δύο χρόνια (52). Ακολούθως επισκέφθηκε την Εύβοια, την Πελοπόννησο, την Αθήνα, την Πάτρα και την υπόλοιπη Ελλάδα, την Τένεδο και τη Χερρόνησο. Πεζός πέρασε τη Μακεδονία και τη Θράκη και εφησύχασε σ’ ένα ερημητήριο κοντά στην Ηράκλεια (53). Για να αποφύγει την ανθρώπινη κενοδοξία προσποιήθηκε τον «μωρό», επειδή όμως δεν έπεισε τον κόσμο που συνέρρεε για να τον δει, αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη, όπου εγκαταβίωσε στη μονή του Διομήδους (54). Για να μή λύσει τη σιωπή του έδωσε έγγραφη ομολογία πίστης σε απεσταλμένους, που με εντολή του αυτοκράτορα και του πατριάρχη θέλησαν να εξακριβώσουν το φρόνημά του (55-56). Για να αποφύγει τον θαυμασμό του κόσμου επέστρεψε στο Άγιο Όρος και εγκαταβίωσε στη μονή του Βατοπεδίου. Έκει έλυσε την εικοσαετή σιωπή του και αναδείχθηκε πρότυπο κοινοβιάτη (57-58). Τότε γνωρίστηκε με τον Φιλόθεο και του έδειξε ιδιαίτερη αγάπη. Ο Φιλόθεος εκφράζει την ευγνωμοσύνη του και παραθέτει περιστατικά και συνομιλίες του με τον άγιο (59-60). Οι πατέρες της μονής ήθελαν να τιμήσουν τον Σάββα με το αξίωμα της ιερωσύνης. Αυτός όμως δεν δέχθηκε και οι λόγοι της άρνησής του έγιναν με σεβασμό δεκτοί (61). Η έμπρακτη και μεγάλη ταπείνωση του Σάββα παιδαγώγησε τον ηγούμενο (62), ο οποίος με υπερβολική αυστηρότητα επέπληξε μερικούς μοναχούς που θορυβούσαν στην Τράπεζα, γεγονός που προβλημάτισε τους μοναχούς. Ο Σάββας αντιμετώπισε την κρίση με πνευματικό τρόπο (63-64).

Οι αγιορείτες αποφάσισαν να στείλουν πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη, για να τερματιστεί ο εμφύλιος πόλεμος. Ο Σάββας Αναγκάστηκε να συμμετάσχει, μολονότι προειπε την αποτυχία της πρεσβείας (67). Πράγματι η αποστολή των αγιορειτών απέτυχε, ο Σάββας όμως παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη. Στους επισκέπτες του μιλούσε για τη σωτηρία και την ειρήνη, έδειχνε μάλιστα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους Θεσσαλονικείς, που η πόλη τους υπέφερε από τους Ζηλωτές. Ο Φιλόθεος αναφέρει επεισόδιο ανάμεσα στον αρχηγό των Ζηλωτών Ανδρέα Παλαιολόγο και τον Σάββα, όταν ζούσε στο Βατοπέδι (68-70). Με τους Θεσσαλονικείς που τον επισκέπτονταν ο Σάββας διεμήνυσε στον Ανδρέα τις αιτίες για τη στάση που κράτησε απέναντί του (71).

Στη συνέχεια εξιστορούνται τα σχετικά με την ησυχαστική διαμάχη και γίνεται λόγος για τον Βαρλαάμ, τον πατριάρχη Καλέκα και τον Ακίνδυνο. Ο άγιος προείπε την τελική καταδίκη του Ακινδύνου (72-73). Ο Σάββας αγωνίσθηκε για την επικράτηση της Ορθοδοξίας (74). Μάταια ο ίδιος ο αυτοκράτορας και οι αρχιερείς προσπάθησαν να πείσουν τον άγιο να δεχθεί τον πατριαρχικό θρόνο (75). Ο αυτοκράτορας επιχείρησε να χρίσει πατριάρχη τον Σάββα με δόλο. Ο άγιος τελικά απέφυγε την ανάρρησή του στον πατριαρχικό θρόνο (76-78).

Εξυμνούνται οι αρετές του αγίου (79-82), ο οποίος προαισθάνθηκε τον θάνατό του και ετοιμάσθηκε (83). Ο Φιλόθεος αναφέρεται στον πόθο του να γράψει τον Βίο του Σάββα και σε περιστατικά της συγγραφής (84). Επίλογος (85).

ε) Το κείμενο του Βίου και η χειρόγραφη παράδοση.

Ο Βίος αυτός είναι το εκτενέστερο αγιολογικό έργο του Φιλοθέου[67]. Ο συγγραφέας μας δικαιολογούσε το μήκος του Βίου με τον μεγάλο θαυμασμό που έτρεφε για τον άγιο. Ενώ όμως είχε τη διάθεση να εκθέσει με λεπτομέρειες τον Βίο του Σάββα, ομολογεί ότι αναγκάστηκε να κάνει περικοπές και συντομεύσεις, επειδή ήθελε να αποφύγει την αμετρία στην έκταση, τον κόρο στους αναγνώστες και επειδή τον πίεζαν επείγουσες ασχολίες[68]. Είναι αδύνατο, παρατηρεί γενικά, «και τα κατά μέρος ρηθήναι και μηδέν τι των εκείνου παραλειφθήναι»[69].

Έτσι διαβλέπει κανείς στον Βίο την προσπάθεια του Φιλοθέου να τιθασεύσει το πολύ υλικό του, για να αποφύγει το υπερβολικό μήκος του έργου, και την επιθυμία του να διηγηθεί όσα περισσότερα μπορεί για τον Σάββα. Γι’ αυτό ενώ, όπως λέγει, προσπαθεί να ακολουθήσει μια μέση οδό, δέχεται ότι η αγάπη του για τον άγιο τον παρασύρει και ζητάει συγγνώμη «τω πάθει… πάντων όντι δικαιωτάτω και ό πάσχειν ανάγκη τοις νουν έχουσιν»[70].

Το κείμενο του Βίου του Σάββα περιέχεται σε οκτώ κώδικες. Οι τέσσερις απ’ αυτούς (Β, F, Λ8, S1) είναι του ιδ΄-ιε΄ αί. Οι άλλοι τρεις (Β1, Π, Π1) είναι απόγραφα του ιθ΄ αί. και φαίνεται ότι δεν είναι άσχετοι με το έντονο ενδιαφέρον για τον Φιλόθεο, που παρατηρειται την εποχή αυτή κυρίως από τους Κολλυβάδες[71].

Αναλυτικότερα οι βασικοί χειρόγραφοι κώδικες που περιέχουν τον Βίο του Σάββα είναι οι εξής:

α) (Β) Βατοπ. 97, ιε΄ αί., f. 4-164[72].

β) (F) Marc. gr. 582, ιδ΄-ιε΄ αί., f. 51-136ν[73].

γ) (Λ8) Λαύρας 1134 (I 50), ιδ΄ αί., f. 225-361[74].

δ) (S1) Mosqu. Synod. 257 (164.165), ιε΄ αι., f. 122ν-246[75].

Εκτός από τους κώδικες αυτούς υπάρχουν και τρία απόγραφα του κώδ. Β, που είναι τα εξής:

α) (B1) Βατοπ. 98, 1842 μ.Χ., f. 1-332[76].

β) (Π) Παντελ. 160 (Άθ. 5667), ιθ΄ αι., f.1-158v[77].

γ) (Π1) Παντελ. 161 (Άθ. 5668), ιθ΄ αι.[78].

Ο Βίος του Σάββα φαίνεται ότι ήταν ιδιαίτερα αγαπητό ανάγνωσμα στους επόμενους αιώνες[79]. Αυτό επιβεβαιώνεται όχι μόνο από την πλούσια χειρόγραφη παράδοση του Βίου, που περιλαμβάνει κώδικες από τον ιδ΄ αί. μέχρι τον ιθ΄ αί., αλλά και από χειρόγραφες μεταγλωττισμένες εκδόσεις, όπως π.χ. είναι οι εξής:

α) (Π11) Παντελεήμονος 281 (Άθ. 5788), ιθ’ αί., μέρος γ’, σ. 190- 310[80].

β) (Π12) Παντελεήμονος 490 (Άθ. 5997), ιθ’ αί., f. 77-121[81].

γ) (Α14) Αγίας Άννης 4 (Άθ. 85), ιθ’ αί., 359-451[82].

δ) (Ε) Εσφιγμένου 107 (Άθ. 2120), 1782 μ.Χ.[83].

Αποσπάσματα του Βίου αντέγραψε ο P. Uspenskij από τον κώδ. και εξέδωσε δύο τεμάχια. Βλ. Uspenskij, Istorija Affona III, Petersburg 1892, σ. 657-658 και 726-727. Ολόκληρο το κείμενο του Βίου εξέδωσε ο Α. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, με βάση τους κώδ. Β και S1 στα ΑΙΣ, τόμ. 5, σ. 190-359.

Ο χρόνος καταγραφής των κωδίκων του Βίου βρίσκεται πολύ κοντά στον χρόνο συγγραφής του από τον Φιλόθεο. Για τον λόγο αυτόν το κείμενό μας δεν παρουσιάζει ιδιαίτερα προβλήματα.

Παραπομπές: 

67. Ο Φιλόθεος υπαγόρευε το κείμενο του Βίου σ’ έναν «υπογραφέα», ο οποίος ήταν «των εν τω κλήρω κατειλεγμένων εις και του των αναγνωστών προϊστάμενος τάγματος». Βίος αγίου Σάββα 84, στίχ. 29-31. Ο Βίος παρουσιάζει μεγάλη εξάρτηση από τον Επιτάφιο Λόγο του Γρηγορίου Θεολόγου στον Μ. Βασίλειο (PG 36,493Α- 605Α).

68. Βλ. Βίος αγίου Σάββα 1, στίχ. 27 έ. και 79, στίχ. 1 έ.

69. Ό.π. 1, στίχ. 29-30.

70. Ό.π. 57, Αγιολογικά, σ. 270, στίχ. 55-57. Βλ. επίσης ό.π. 67, ό.π., σ. 289, στίχ. 1-2: «… δει γάρ πάντως επιτεμείν…» και 74, ό.π., σ. 307, στίχ. 74-75.

71. Βλ. Τσάμη, «Εικονογραφικές μαρτυρίες», ό.π., σ. 41.

72. Σ. Ευστρατιάδου – Αρκαδίου, Κατάλογος των εν τη Ι. Μ. Βατοπεδίου αποκειμένων κωδίκων, Paris 1924, σ. 27 έ.· Σ. Ευστρατιάδου, Συμπλήρωμα αγιορειτικών καταλόγων Βατοπεδίου και Λαύρας, Paris 1930, σ. 68. Τα δύο πρώτα f. του κώδ. Β είχαν καταστραφεί τελείως, «έγραψε δε ταύτα έτει 1835-ω Ιάκωβος ο έκ Καρπενησίω, αρχιμανδρίτης και σκευοφύλαξ της μονής του Βατοπεδίου (περι ού όρα το βιβλίον Ιακώβου Δημοπούλου, Η ηθική ελευθερία του ανθρώπου εν τω χριστιανισμώ τελειουμένη, Αθήνα 1888, σ. 97), αντιγραψάμενος αυτά, ως λέγεται, εξ ετέρου τινός κωδικός, εμπεριέχοντος ωσαύτως τον Βίον του οσίου Σάββα και εν τη Λαύρα ευρισκομένου του οσίου Αθανασίου του Αθωνίτου. Σημειωτέον και τούτο, ότι το βατοπεδινόν αντίγραφον, επειδή προ χρόνων τινών εσταχώθη και τα φύλλα αυτού βαθέως υπό της ψαλίδος εκόπη του δέτου, υπέστη φθοράς τινάς εν λέξεσιν, είτ’ εν τω κειμένω αυτώ ευρισκομέναις, ειτ’ εν ταίς ώαις», όπως μας πληροφορεί ο Α. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς (ΑΙΣ, τόμ. 5, σ. 190, σημ. 1). Ο Ιάκωβος αντέγραψε τα καταστραμμένα f. του κώδ. Β από τον Λ8 και επίσης πρόσθεσε στην αρχή του κώδικα το «Συναξάριον του οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Σάββα του νέου, του εν τω του Άθω όρει ασκήσαντος, κατά την Ιεράν Μεγίστην Μονήν του Βατοπαιδίου» (f. 1-3).

Στο εσώφυλλο του κώδικα είναι γραμμένο το όνομα του κτήτορα «Αρχιμανδρίτης Ιάκωβος Βατοπεδινός». Μετά τον Βίο παρατίθενται αποσπάσματα από πατερικά έργα και στο τέλος του κώδικα υπάρχει η σημείωση: «Το παρόν βιβλίον εις τα 1835 Ιανουαρίου 5 ευρέθη υπό τίνος αδελφού έξω της βιβλιοθήκης ερριμμένον και αντεγράφη και εδέθη και εις την βιβλιοθήκην πάλιν μετέθη».

Ο κώδ. Β έχει πολλά ορθογραφικά λάθη και όχι επιμελημένη γραφή.

73. Zanneti, Marci Bibliotheca…, ό.π., σ. 305 έ. Ο κώδικας αυτός περιέχει τα περισσότερα αγιολογικά έργα του Φιλοθέου. Το κείμενο του έργου Βίος αγίου Σάββα παρουσιάζει πολλές διαγραφές, γιατί όπως φαίνεται καταβλήθηκε προσπάθεια από κάποιον διορθωτή να προσαρμοστεί με την παράδοση του κειμένου που αντιπροσωπεύει ο S1. Αρχικά ο F ήταν πλησιέστερος με τη χειρόγραφη παράδοση του Λ8.

Στο κείμενο του Βίου έχει διαταραχθεί η σειρά των f. προφανώς κατά τη βιβλιοδεσία. Γι’ αυτό τα f. 96-97 αποτελούν μέρος του κεφ. 54 της έκδοσής μας, και όχι του κεφ. 47, σύμφωνα με τη διάταξη των f. του κώδ. F.

74. Σπυρίδωνος-Ευστρατιάδου, Κατάλογος, ό.π., σ. 184· Ευστρατιάδου, Συμπλήρωμα, ό.π., σ. 68. Ο κώδ. Λ8 συγγενεύει περισσότερο με τον κώδ. Β, παρά με τους κώδ. S1 και F. Ο κώδ. Λ8 περιέχει τμήματα του Βίου που δεν απαντούν στους άλλους κώδικες. Πρόκειται για δύο προσευχές του αγίου Σάββα α) f. 239ν-241ν και β) f. 246- 248.

Στο τέλος του Βίου παρατίθενται, όπως και στον κώδ. Β, αποσπάσματα από πατερικά έργα.

75. Vladimir, ό.π., σ. 351· Matthaei, ό.π., σ. 97· Ιακώβου, ό.π., σ. 54. Ο κώδ. S1 είναι πολύ επιμελημένος και μας παραδίνει άριστο κείμενο. Γι’ αυτό αποτέλεσε τη βάση της παρούσης έκδοσής μας.

76. Ευστρατιάδου-Αρκαδίου, Κατάλογος, ό.π., σ. 27· Ευστρατιάδου, Συμπλήρωμα, ό.π., σ. 68. Στη σ. 4 υπάρχει το εξής ποίημα:

«Σάββας πάλαι μεν φύεις εκ Καππαδόκων

έω πάσαν ηύγασε λάμψας ασκήσει.

Σάββας νέος δ’ αυ φανείς εκ Θετταλίας

την εσπέραν ήστραψε θαυμάτων πλήθει.

Ο ηγιασμένος μεν εν Παλαιστίνη ήσκει,

ο νεολαμπής δε εν τω του Άθωνος όρει.

Ο μεν μονήν ήγειρε την αρίζηλον Λαύραν,

ο δε τρόπαια έστησε μονή Βατοπαιδίου.

Εν ποιμέσιν έλαμψε θαυμασίως ο μέγας,

υπηκόους ούτος δε υπερήλασε πάντα.

Άμφω δε πρεσβεύουσιν υπέρ ημών απάντων».

Συντάκτης αυτού είναι ο γραφέας του κώδ. Β1, που συνέταξε και τον πρόλογο στον Βίο. Βλ. σ. 8: ,αωμβ΄ απριλίου β΄ ευτελής και ελάχιστος των μοναχών Σωφρόνιος και του Βατοπαιδίου υπότροφος» και σ. 331: «Η παρούσα βίβλος αφιερωθήσεται εις την του Βατοπαιδίου ιεράν βιβλιοθήκην μετά την εμήν αποβίωσιν· 1851 Αυγούστου 14. Σωφρόνιος μοναχός Βατοπαιδινός».

Στην αρχή του κώδικα υπάρχει η σημείωση: «Αύτη η βίβλος της Βατοπαιδίου βιβλιοθήκης πέλει ω φίλε», και στη σ. 332 υπάρχει κατάλογος με επικεφαλίδα: «Οι εν τω αγιωνύμω όρει, κατά την μεγίστην Ιεράν Μονήν του Βατοπαιδίου, εν ασκήσει λάμψαντες οσιώτατοι Πατέρες».

77. Λάμπρου, Κατάλογος, τόμ. 2, ό.π., σ. 307.

78. Λάμπρου, ό.π., σ. 308.

79. Βλ. χαρακτηριστικά τον πρόλογο (με την ορθογραφία του) στον Βίο του αγίου Σάββα στον κώδ. Β1, σ. 5-8, που συνέταξε το 1842 ο μοναχός Σωφρόνιος Βατοπεδινός:

«Άπασι τοις εντευξομένοις Ορθοδόξοις την ταπεινήν προσκύνησιν και τον εκ ψυχής αδελφικόν ασπασμόν απονέμω.

Ο Πανδαμάτωρ χρόνος, λέγουσιν οι φυσιολόγοι, αείποτε συνειθίζει να γενά, να αυξάνη και να φθείρη· (τοίς πάσιν ο χρόνος). Όθεν και το πρωτότυπον του παρόντος βιβλίου εφθάρη και σχεδόν ηχρεώθη και έξω της ημετέρας βιβλιοθήκης με πάμπολλα βιβλία σεσαθρωμένα ερρίφθη. Πολλοί όμως των αδελφών της Μονής διαλέγοντες απ’ αυτά ελάμβανον εις τα κελλία των χάριν αναγνώσεως.

Λοιπόν μίαν φοράν και εγώ αφ’ ου ελειτουργήθημεν εν τω παρακλησίω των αγίων Αρχαγγέλων εις τα Κατηχούμενα, επήγον κατά το μέρος του ωρολογίου, οπού ήτον ερριμένα τα σεσαθρωμένα και μισοσάπια εκείνα βιβλία, και λαμβάνω δύο τρία βιβλία διαλεκτά, και αναχωρώ εκείθεν. Ερχόμενος δε εις το κελίον μου, αναγινώσκω εν απ’ αυτά, και ευρέθη κατά συγκυρίαν, ή μάλλον ειπείν (νεύσει θεία), το περιέχον τον βίον του οσίου πατρός ημών Σάββα του νέου και Βατοπαιδινού. Βέβαια δεν ηρκέσθη η θεία πρόνοια (διά πρεσβειών του οσίου) να υπάγη εις το μή όν, τοιούτον ψυχοφελέστατον βιβλίον, εις το οποίον εδοκίμασε τόσους πόνους ο αγιώτατος π. Κ. Φιλόθεος. Όθεν αναγινώσκωντας εγώ δύο και τρεις φοραίς και ευρίσκωντας τα φοβερά θαύματα και υπερφυείς οπτασίας, ελάμβανον μεγάλην ευφροσύνην και γλυκύτητα εις την ψυχήν μου, και είχα πολύν πόθον και ζήλον να αντιγράψω αυτό, και πολλαίς φοραίς παρεκάλουν τον άγιον να με βοηθήση, ότι είχον μίαν αδυναμίαν εις το στήθος μου μεγάλην.

Τέλος, αφ’ ου ευρέθη το άγιον λείψανον του οσίου Ευδοκίμου του νεοφανούς εις τα 1841 έτη, Οκτωβρίου 6, επειδή έτυχε να γράψω και το υπόμνημά του, απεφάσισα πλέον να το αντιγράψω, επικαλεσάμενος πρώτον τον όσιον να μοι βοηθήση, και το ετελείωσα (Θεού βοηθούντος) και το έθεσα εις αυτήν την τάξιν, οπού ήδη φαίνεται, με την αδυναμίαν μου.

Προς τούτοις ομολογώ την ευεργεσίαν και χάριν, οπού έλαβον από τον άγιον, ότι γράφωντας τον θαυμαστόν αυτού βίον, ηλευθερώθην από την δεινήν ασθένειαν εκείνην, ως είπον άνωθεν, ότι είχον παραιτήσει και την καλλιγραφίαν εξ αυτής, και από άλλους πειρασμούς με έσωσε ψυχής τε και σώματος· έπαθον και εγώ εν τοιούτόν τι, ως εκείνος ο ευλαβής χριστιανός, οπού είχε την τιμίαν κάραν του αγίου Προδρόμου, και ελάμβανε ευτυχίαν μεγάλην το σπήτιόν του, όρα Φεβρουάριου 24.

Αλλ’ άμποτες και ημείς αδελφοί, διά πρεσβειών του μεγάλου Οσίου πατρός ημών Σάββα του νεολαμπούς να αξιωθώμεν της βασιλείας των ουρανών, να ιδώμεν και το ιλαρώτατον και λαμπρότατον αυτού θείον πρόσωπον, το οποίον πολλάκις από τας θεωρίας, οπτασίας και υπερφυείς θεοπτίας, έλαμπεν, ως ο ήλιος, καθώς πολλοί οφθαλμοφανώς ενάρετοι είδον, μάλιστα ο Ιερός Φιλόθεος μέσα εν τω Ναώ τω Καθολικώ ενταύθα εις μίαν αγρυπνίαν της θείας μεταμορφώσεως, ως διηγείται ο λόγος έμπροσθεν, και ευωδίαν άρρητον και γλυκυτάτην, έτι ζώντος του οσίου έδιδεν εις τους έξω, και όλλοι σχεδόν αισθάνονταν αυτής, όρα δε σελ. 132 και 298.

Όθεν και δόξαν ανέπεμπον εις την αγίαν και ομοούσιον και ζωοποιόν και αδιαίρετον Τριάδα, ότι αυτή πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και απεράντους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

“Οσοι δε άναγινώσκεται το παρόν, να δίδηται συγγνώμην εις τα παροράματά μου.

αωμβ΄. απριλλίου :

β’. ευτελής και ελάχιστος των μοναχών Σωφρόνιος

και του Βατοπαιδίου υπότροφος».

80. Λάμπρου, Κατάλογος, τόμ. 2, ό.π., σ. 348-351.

81. Ό.π., σ. 379-380.

82. Λάμπρου, Κατάλογος, τόμ. 1, ό.π., σ. 11· Γερασίμου, «Κατάλογος», σ. 126-127.

83. Λάμπρου, Κατάλογος, τόμ. 1, ό.π., σ. 183. Στο τέλος του κώδικα σημειώνονται τα εξής: «Έν έτει σωτηρίω αψπβ’ εν μηνί Νοεμβρίω παρά του εν μοναχοίς ελαχίστου Ραφαήλ…». Ο κώδικας κοσμείται με αρχικό γράμμα Ο, στο οποίο υπάρχει η εικόνα του πατριάρχη με φωτοστέφανο και με την επιγραφή «Ο άγιος Φιλόθεος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως». Για την εικόνα αυτή βλ. Τσάμη, «Εικονογραφικές μαρτυρίες», ό.π., σ. 40 και 46.

Πηγή: Δημητρίου Γ. Τσάμη, Αγιολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, εκδόσεις Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1999.